κίλλος

κίλλος
κίλλος, ὁ (Α)
(δωρ. τ.)
1. όνος
2. αστράγαλος, κύβος, κότσι από πόδι όνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κιλλός, με αναβιβασμό του τόνου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κιλλός — κιλλός, ή, όν (ΑΜ) αυτός που έχει το χρώμα τού όνου, σταχτής. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. προέρχεται πιθ. από το θ. κελ τού τ. κελ αινός «σκουρόχρωμος», με τροπή τού ε σε ι (κλειστοποίηση) τα λλ ερμηνεύονται είτε ως εκφραστικός αναδιπλασιασμός …   Dictionary of Greek

  • κιλλός — ass coloured masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίλλος — ass masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κίλλας ή Κίλλος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν ηνίοχος του Πέλοπα και πέθανε στην υπηρεσία του. Ο Πέλοπας ίδρυσε προς τιμήν του ένα ιερό του Κιλλαίου Απόλλωνα, κοντά στον τάφο του Κ. Ο θεός, επειδή ευχαριστήθηκε από την τιμή, βοήθησε τον Πέλοπα να νικήσει τον Οινόμαο… …   Dictionary of Greek

  • κιλλόν — κιλλός ass coloured masc acc sg κιλλός ass coloured neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίλλοι — κίλλος ass masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίλλον — κίλλος ass masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίλλου — κίλλος ass masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίλλων — κίλλος ass masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίλλιος — κίλλιος, ία, ον (Α) [κίλλος] αυτός που έχει το χρώμα τού όνου, κιλλός* («κίλλιον ἐσθῆτος χρῶμα», Πολυδ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”